Μη/

Posted on 13.9.13 by Chaosophe®

Και ξαφνικά κόπασε ο αέρας γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με την γλυκιά εκείνη ησυχία των γέρικων κτηρίων που την μέρα υποφέρουν από την καθημερινότητα των ενοίκων τους και την νύχτα ξεκουράζονται στην ησυχία των αφηρημένων ήχων της πόλης/νυστάζω μα με βασανίζει που έξω τα φύλλα σε λίγο θα αρχίσουν να υποκρίνονται πως πέφτουν, που  όλες οι λέξεις μου έχουν γίνει χάδια και ολα τα χάδια απορία πως είναι μπορετά τα χέρια να σ αγαπούν τόσο πολύ, τόσο σιωπηλά/που ο γείτονας χτυπά την γυναίκα του και κανείς δεν κάνει τίποτα που να τον πονά πραγματικά/ που επιθυμώ να σε νιώσω με αισθήσεις που δεν εχει η ανθρωπότητα και να έρθεις κοντά μου όπως  στους ποιητές η έμπνευση/ και ύστερα, ύστερα τίποτε άλλο από το να γείρω, σαν γέρικο κτήριο στην ησυχία του δωματίου, κουρασμένος από αυτό το ακατανόητο, συνεχές και ολοήμερο σκόρπισμα των πάντων/