Δυο μέρες τώρα βρέχει αστέρια και εσένα πια χρειάζεται τηλεσκόπιο για να σε δω στον ουρανό μου και συ χρειάζεσαι μικροσκόπιο για να βρεις λίγη ανθρωπότητα μα αυτά τα πράγματα που καίγονται εκεί πάνω μας λένε πως η ζωή έχει αξία, πως ο χρόνος αποκτά σημασία και οι πράξεις μας νόημα, μόνο γιατί όλα πεθαίνουν. H ανθρωπότητα είναι η αρρώστια και η εντροπία είναι ο μόνος τρόπος για να γίνουμε πλήρης. Δυο μέρες τώρα βρέχει αστέρια και κάπως έτσι όμορφα, έσβησες κ συ μέσα μου.




Εχτές, προχτές και όλο το παρελθόν με εμποδίζω να γίνω όσα είμαι μα σου έφτιαξα ένα σωρό ποιήματα που δεν καταλαβαίνεις αλλά δεν με πειράζει γιατί καταλαβαίνω είναι πάντα πόνος αλλά εσύ μάλλον δεν θες να νιώθεις γιατί νιώθω σημαίνει πάντα είμαι τώρα εδώ και συ έμαθες να είσαι πάντα κάπου αλλού στο μέλλον μα όλοι έτσι κάνουν και αφού το κάνουν όλοι είναι εντάξει αλλά δεν είναι εντάξει που γράφω χωρίς κόμμα μα εγώ έχω μάθει να τα κάνω όλα με μια ανάσα και συ πρέπει να μάθεις να συγχωρείς όσους υποφέρουν από τον εαυτό τους αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς πως η κλωνοποίηση δεν έχει καθόλου ποίηση μέσα της γιαυτό και όλοι είναι ομοιόμορφα ντυμένοι τους ιδανικούς τους εαυτούς και συ αν θέλεις να μην ξεχωρίσεις πρέπει να βάλεις τόνους κόκκινο στα χείλη για να μοιάζεις στον έρωτα και άλλο τόσο μαύρη σκιά στα μάτια για να μην βλέπεις το σκοτάδι τους που είναι όλο μάσκες δίχως πρόσωπα μα και αυτό είναι εντάξει γιατί κανείς ποτέ δεν ποινικοποίησε την υποκρισια και εγώ είμαι είκοσι τετράωρα θυμωμένος μαζί σου αλλά το ανέχομαι γιατί επιτέλους μοιάζουμε σε κάτι και αυτό δεν μπορείς να μου το αρνηθείς γιατί οι άνθρωποι που τσαμπουκαλεύονται είναι οι πιο φοβισμένοι, οι πιο γαμημένοι και δεν υπάρχουν προφυλακτικά για όσα νιώθουν αλλά τελικά όλους μας βρίσκει ο,τι αποφεύγουμε και τότε αρρωσταίνουμε σαράντα βαθμούς ανθρωπότητα και θέλουμε παρηγοριά που δεν μας την δίνει κανείς μα εγώ δεν ξέρω τίποτα για σένα και φοβάμαι πως χτύπησες πάλι και σε παρακαλώ σπάσε μου τα μολύβια γιατί δεν μπορώ να πάψω να γράφω και έλα όποτε θες να με ξεγελάσεις γιατί εσύ μου έμαθες πως όλα είναι μόνο λόγια που ανταλλάσσουμε για να υποκριθούμε λίγο πως είμαστε μάγοι.




C.R: Θα πετάξεις ποτέ;

Θα σε φτάσω;

C.R: Ναι:)

Θα μου μιλάς;

C.R: συνέχεια..


Καμιά φορά αυτά που νιώθω για τους άλλους δεν τους αφορούν / Είναι μάλλον πολύ μικρά ή πολύ αλήθεια για να με πιστέψουν / ότι έρχεται κοντά ίσως θέλει λίγη προσοχή/ ίσως δυο λόγια να ξαποστάσει/ και μετά φεύγει πάλι/ γι αυτό σε κρατώ πια μόνο για μένα και δεν σε μοιράζομαι ούτε με τον εαυτό σου/ αυτός είναι ο μόνος τρόπος να σε κάνω παραμύθι/



Μην φοβάσαι, για μένα το σύμπαν δεν είναι ολογραφικό όπως για τους επιστήμονες αλλά λογοτεχνικό όπως για τους ονειροπόλους. Σήμερα όλη μέρα ο ουρανός είναι μισοτελειωμένα σύννεφα που διασχίζουν νωχελικά τις σκέψεις μου και συ η αίσθηση ενός ονείρου που κρέμεται από τα βλέφαρά που πρέπει να κοιμηθώ για να τελειώσω. Με βρίσκω συνέχεια σαν κλωστή που τυλίγεις αφηρημένα γύρω από τα δάχτυλά σου, με χάνω σαν μικροαντικείμενο που δεν ξέρεις που έβαλες και όλα αυτά γιατί τι άλλο θα μπορούσα να είμαι για σένα; Δεν σου ζητώ τίποτα, μην φοβάσαι λοιπόν. Μου είναι αρκετό που αναπνέεις μέσα μου και ξενυχτάω για να το νιώθω. Μου φτάνει που αλλάξαμε τον κόσμο, που είδα τα μάτια σου να γίνονται πρωινά, τα χείλη σου να τεντώνονται σαν τόξα γιατί χαμογέλασες. Είναι αρκετό που σε φίλησα, που βάλαμε αλλιώς τα αστέρια στον ουρανό και γίναμε λόγια σε σελίδα αγνώστου ποιητή. Το ξέρω πως ονειρεύομαι. Μην φοβάσαι σου λέω. Κανένα όνειρο μου δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα.


Ότι είναι εδώ είναι πια σπασμένο, πολλαπλασιασμένο στον εαυτό του αφημένο στο καιρό. Τα γύρω, μας έχουν αφήσει απ έξω, και ότι υπάρχει είναι μια δυνατότητα που δεν φανταστήκαμε οτι θα πραγματοποιηθεί. Οι απώλειες μας παραμένουν χαμένες, οι νίκες μας παραμένουν δαφνοστεφανομένες μνήμες και το όνειρο για ελευθερία απο τα θέλω των άλλων για όσα δεν κατάφεραν να κάνουν ή να θέλουν, παραμένει εφιάλτης. Ένα στομάχι κόμπος μας δείχνει το σύμπαν μπερδεμένο σαν κουβάρι. Μια γραβάτα τρώει γρήγορα ένα σάντουιτς και ύστερα υπογράφει νόμους. Ο γείτονας βρίζει την γυναίκα του, ένα λεωφορείο σταματάει πάνω σε κορμιά παιδιών που περιμένουν, μια ελπίδα γεννιέται σε όσους παίζουν λαχείο, και οι σκέψεις μου αναιρούνται στην διατύπωση τους. Ότι κλαίει εκεί έξω είναι ανθρωπότητα. Ότι γελά μέσα μου είναι που φαντάζομαι πως κατεβαίνω από την ψυχή ως τα χέρια για να αγγίξω τον χάρτη που έχεις για κορμί. O κόσμος παρακολουθεί τις εξελίξεις και γω σε σκέφτομαι ακατανόητα, παράλογα, διεστραμμένα.


Cassiopeia Rising: Infrared Echoes

Posted on 16.8.10 by Chaosophe®

Εγώ + συ τείνουμε στο άπειρο ~
και στο μηδέν αγάπη μου/ και στο μηδέν