सौ

Posted on 30.10.09 by Thech®sennone™

"Είναι βδομάδες τώρα που έχω την εικόνα κάποιου που οι κινήσεις του είναι μέρος μιας αόριστης μορφής αγωνίας. Νιώθω πως όσα είμαι, βαδίζουν μέσα σε μια παρατεταμένη αυπνία που ήρθε και φώλιασε σε όσα ανυπομονώ να ξεχάσω. Ξυπνώ από ύπνους που δεν κοιμήθηκα και παραδίδομαι στην χρησιμότητα της μέρας σαν κάποιον ιερέα που ο διάολος πήρε με το μέρος του. Όλα είναι εκεί, η κίνηση στους δρόμους, οι φωνές, οι ειδήσεις, οι συνάδελφοι, τα αστεία τους. Όλα είναι εκεί και όλα είναι νύστα. Την ανταλλάσουμε μέσα από χειραψίες, την κρύβουμε στις καλημέρες μας, φτιάχνουμε με αυτήν νόμους, πολιτείες, οικογένειες. Βαδίζω με προσοχή μέσα στην νύστα μου, ασφαλής και αδύναμος γιατί η αναζήτηση ασφάλειας είναι πάντα αδυναμία, λαμπερός από την γνώση ότι ανθρώπινο σημαίνει να έχεις τόση ακριβώς ευφυία ώστε να γνωρίζεις ότι είναι αδύνατο να γνωρίζεις το οτιδήποτε. Kαι νιώθω τότε μέσα μου να σκαρφαλώνει μια απόγνωση που έγινε κούραση στην σάρκα, μια μελαγχολία του να νομίζεις πως τα έχεις αντιληφθεί όλα και θα πρέπει να τα αντιλαμβάνεσαι ξανά και ξανά χωρίς ανάπαυση. Καταρρέω προς τα μέσα, σε μια συνείδηση που με βασανίζει χωρίς να μου χαρίζει την λιποθυμία και ξαγρυπνώ περιμένοντας έναν ύπνο που δεν έρχεται. Θέλω να κοιμηθώ, να ξαπλώσω χωρίς αντιλήψη, να βυθιστώ βαρύς στα διάφανα σεντόνια της άγνοιας και με ένα βαθύ χασμουρητό να χαθώ μέσα στα βλέφαρα κάποιου άλλου που κλείνουν. Θέλω ύπνο χωρίς όνειρα για να γίνει η ζωή μια πραγματικότητα στην οποία ποτέ δεν πήρα μέρος. Να είμαι μια κουρτίνα που τραβιέται, μια πόρτα που κλείνει, μια μνήμη που σβήνει, κάτι άδειο που έμεινε μόνο του και κατάφερε να ξεχάσει αυτό που είναι.

Ζωή είναι να ξεχνάς..

Πως δεν υπάρχει τίποτα να πιάσεις και τίποτα από το οποίο μπορείς να πιαστείς.


दस

Posted on 25.10.09 by Thech®sennone™

Ξύπνησα μέσα σε μια αγωνία ξένη. Πλύθηκα, κοιτάχθηκα στον καθρέπτη που δεν υπήρχε τίποτα να δω, έφτιαξα πρωινό, έφαγα με μια αδιαθεσία για να φάω, ξεχύθηκα στους δρόμους, αγόρασα εφημερίδα. Ζωή τακτική ενός φιλήσυχου πολίτη.


Άπλωσα τον εαυτό μου σε αυτό το μπαλκόνι που για καλή μου τύχη ακόμα, αντικρύζει ένα κιόσκι, που τριγύρω του πανυψηλες λεύκες υποφερουν από το βάρος εκατοντάδων πουλιών που αγνοώ το είδος τους. Νομίζω πως κάτι τέτοια πρωινά δεν θέλω τίποτα άλλο από την ζωή μου παρα μόνο να διαρκώ ανάμεσα σε αυτό που είμαι και σε αυτό που ποτέ δεν θα γίνω. Ξεδιπλώνω την εφημερίδα και σε κάθε στήλη της ο κόσμος φωνάζει πως υπάρχει..

Ναί, πέρα από αυτόν τον καφέ, τον καπνό που δηλητηριάζει τις αισθήσεις μου και εκείνες τις γέρικες λεύκες, δεν επιθυμώ τίποτε άλλο. Θα είμαι πάντα ένας κανένας που ονειρευεται τα πρωινά του και ξυπνάει στον ύπνο του για κοιμηθεί την αλήθεια.

Θα είμαι πάντα ο κ. Τάδε που ζεί στην οδό Τάδε ενός κόσμου που φανταστήκαμε οτι υπήρξε. Ήρεμος, με όλες τις ανέσεις του να είσαι αόρατος, εγώ, οι σκέψεις μου, το τσιγάρο που καίει τα χείλι μου,ο καφές που κρυώνει, αιώνια να αντικρύζω όλο αυτό το πρωινό..κάθε πρωινό, να ξημερώνει μέσα μου..

Αυτονόητο

Posted on 20.10.09 by Thech®sennone™

Όσοι δεν είναι τίποτα, πάντα κάτι θέλουν να γίνουν. Όσοι πάλι είναι αυτό που αναζητούν, είναι τυφλοί. Όλοι πάντως, θεωρούμε αυτην την υποκρισία καθήκον μας.

सहस्त्र

Posted on 11.10.09 by Thech®sennone™

Ξύπνησα σήμερα με την φρεσκάδα κάποιου που θέλει να ζήσει. Η ζεστή αποπνικτική ατμόσφαιρα που επικρατούσε έξω με απέτρεψε να δοκιμάσω κάποια γενναία έξοδο στον κόσμο. Δεν πτοήθηκα όμως. Αφού πήρα πρωινό, ντύθηκα τα καλά μου ρούχα, σουλούπωσα τα μαλλιά μου που ακόμα και έτσι δίνουν πάντα την εντύπωση της αμέλειας , κάθισα στην κουνιστή πολυθρόνα του σαλονιού μέσα σε μια παρθένα ευχαρίστηση για όσα κατάφερα να κάνω. Έκλεισα τα μάτια μου και με φαντάστηκα ως έναν ήσυχο κάτοικο κάποιου παραθαλάσσιου προάστιου, που περνούσε τις κυριακές του καθισμένος στην πολυθρόνα του, ακούγοντας με ενδιαφέρον τους ήχους από τον έξω κόσμο να εισβάλλουν από τα μισάνοιχτα παράθυρα του σπιτιού του. Το αυτοκίνητο που σταματά με θόρυβο και κορναρίσματα μπροστά σε κάποιο σπίτι, τις χαρούμενες φωνές παιδιών που κατηφορίζουν με τα ποδήλατα τους ένα μικρό ύψωμα, το διπλανό ζευγάρι της πολυκατοικίας να ησυχάζει μετά από καυγά. Ο ήρωας μου νιώθει τότε με την φαντασία, την αξία να έχεις φίλους που σε καλούν σε περιπέτειες, την ελευθερία να είσαι παιδί, τα χείλη που γίνονται φιλιά και λύνουν τις παρεξηγήσεις ανάμεσα στους εραστές. Ονειροπόλημα ολοήμερο που γι αυτόν είναι όλα όσα είναι ζωή. Ύστερα με κουρασμένες τις αισθήσεις και την καρδιά γεμάτη συγκίνηση, σηκώνεται, πηγαίνει στο δωμάτιο του, γδύνεται, διπλώνει τα ρούχα του και πέφτει στο κρεββάτι σαν κάποιον που σκοτώνεται.