Eίδα λέει πως σε ειχα χασει αλλα μετα το ξέχασα και μου το θύμισε ένα φώς που καποτε κοιτούσαμε να αιωρείται πανω απο τη γη και τότε σε ειδα στο βάθος ενος τρένου να γελάς και εκανα προς το μερος σου μα το τρενο σταμάτησε και κατέβηκαν όλοι σε μέρος που δεν είχε σταθμο μα ο σταθμαρχης ηταν εκει και μου χαμογελουσε και εκανα να κατεβω μα δεν ηξερα πως και υστερα το τρένο ξεκίνησε αλλα δεν ήμουν πια στο τρένο αλλά σε δρόμο και κοιτούσα λεει την πλάτη κάποιου που δεν ήταν κανείς και ηθελα να του μιλησω αλλα εκεινος βιαζόταν και τότε σε ειδα να σφινωνεις στο πληθος και εκανα να σε βρω μα η πλατη του κανενα μιλησε για τους καιρους και τους σκοπους και για οσα χασαμε και μετα δεν ηταν αλλο πια πλατη αλλα δρομος και γω ψυχη αλλα δεν ειχε διαφορά μπροστα σε αυτο που ειναι η ουσια των πραγματων και τοτε με πόνεσες και ο δρομος αρχισε να γλυστρα προς τα πισω και τοτε σε βρηκα και με πηρες απο το χερι μα γλυστρουσε και αυτο απο ιδρωτα και θυμηθηκα που γυμναζομουν στο σχολειο οταν μαθαινα να μην ειμαι εγώ και βρηκες ενα μερος να κρυφτουμε γιατι ο ουρανός έγινε χιλιαδες φώτα, μα δεν ειχες το προσωπο που γνωριζα μα σε γνωρισα απο την παιδικη κοτσιδα και τοτε με κοιταξες και μου ειπες πως πρεπει να βρουμε τροπο, μα δεν ηξερες πως και τι και εγω δεν ηθελα μα ο σταθμαρχης μου χαμογελασε και παλι και ο δρομος γλιστραγε και θυμηθηκα πως σε ειχα χασει αλλα σε βρηκα εκει που δεν ειχε σταθμο και μου ειπες πως πρεπει να βρουμε τροπο αλλα δεν ηξερα ουτε και εγω, πως αυτο που ειμαστε στα αληθεια να φυγει μακρια απο αυτο που ειναι θεός και να παψει να ειναι μέρος του είναι του ή του μη είναι του.